ΕΠΑΔ

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

O 1264/82, ΟΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Μέσα στην επικαιρότητα της πρότασης μομφής, που εξασφάλισε και το αντίστοιχο τηλεοπτικό θέαμα για το σαββατοκύριακο, μια είδηση των προηγούμενων ημερών πέρασε - προς το παρόν - στα ψιλά: η κυβέρνηση άνοιξε το ζήτημα αλλαγής της νομοθεσίας για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, δηλαδή της κατάργησης του 1264/82.

Παρά την προσπάθεια η πρόταση να καλυφθεί επικοινωνιακά από το επιχείρημα της κατάργησης των συνδικαλιστικών αδειών οι στόχοι και οι προθέσεις δεν μπορούν να κρυφτούν.

Εξάλλου είχαν προηγηθεί, πριν από μερικούς μήνες αντίστοιχες προτάσεις για αλλαγή των διαδικασιών εκλογών στα συνδικαλιστικά σωματεία με την πρόταση για ενιαίο ψηφοδέλτιο, την κατάργηση δηλαδή της αυτοτελούς εκπροσώπησης των πολιτικών και ταξικών ρευμάτων στο εργατικό κίνημα, στο όνομα πάντα της κατάργησης του «κομματισμού» αλλά και εξαγγελίες για «αλλαγές στον υφιστάμενο τρόπο κήρυξης μιας απεργιακής κινητοποίησης, τη σύσταση / συγκρότηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των δικαιωμάτων των συνδικαλιστών, όπως είναι οι συνδικαλιστικές άδειες και την επαναφορά της ανταπεργίας (κλείσιμο της επιχείρησης από τον εργοδότη σε περιπτώσεις απεργιών διαρκείας των εργαζομένων». (ΒΗΜΑ 10/2/13) 

Με άλλα λόγια, προωθείται και η τυπική διάλυση των σωματείων και του συνδικαλιστικού κινήματος. Αφού καταργήθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις και  η δυνατότητα διαπραγμάτευσης, τώρα προωθείται και η κατάργηση του δικαιώματος του σωματείου να προκηρύξει απεργία, κατάργηση που βέβαια δεν θα προταθεί σαν τέτοια, αλλά ενδεχομένως θα περιλαμβάνει τέτοιες προϋποθέσεις.

Οι περιορισμοί στο δικαίωμα απεργίας, σε συνδυασμό με την επαναφορά του Lock-out της εργοδοσίας, θα κάνουν την δυνατότητα απεργιακού αγώνα-που ακόμα και όταν πραγματοποιηθεί και αντέξει μερικές μέρες συνήθως βγαίνει παράνομος και καταχρηστικός από τα δικαστήρια- ακόμα πιο δύσκολη από ότι είναι σήμερα. Ακόμα και τα ελάχιστα, τυπικά στην ουσία, εργατικά δικαιώματα που έχουν απομείνει μετά την επιδρομή των αντεργατικών πολιτικών μπαίνουν στο στόχαστρο.. 

Οι εξαγγελίες για τις αλλαγές στον 1264/1982 φέρνουν το εργατικό κίνημα, για μια ακόμα φορά, μπροστά στο μεγάλο ζήτημα που έχει τεθεί όχι μόνο μέσα στην κρίση αλλά κυρίως πριν από αυτήν :

Ποια είναι η πραγματική πρόταση - θέση του εργατικού κινήματος, των σωματείων, των συνδικαλιστικών παρατάξεων για την αναγκαία ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος για τις μορφές, το περιεχόμενο, τις διαδικασίες, την σχέση του με το κράτος;

Μέχρι τώρα όλοι αναγνωρίζουν - δεν γίνεται και αλλιώς - τις «παθογένειες», όπως τις αποκαλούν, του εργατικού συνδικαλισμού και την κρίση του. Όμως λιγότερα πράγματα προτείνονται και κυρίως γίνονται για το πώς θα μπορούσαν να λυθούν αυτά τα προβλήματα, πέρα από τις τιμητικές εξαιρέσεις ταξικών δυνάμεων που δίνουν μάχες κάτω από άνισες συνθήκες.

Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι άσχετο και με την γενικότερη κατάσταση και φυσιογνωμία μεγάλου μέρους των πολιτικών οργανώσεων που μιλάνε στο όνομα της εργατικής τάξης και την πραγματική σχέση τους - κοινωνική όσο και πολιτική - με αυτήν, παρά τις διακηρύξεις.

Η συζήτηση σήμερα για το τι θα γίνει με τα σωματεία και τον συνδικαλισμό είναι περιθωριακή σε σχέση με τα διάφορα σχέδια σωτηρίας της οικονομίας και τις αντίστοιχες αντιπαραθέσεις που δημιουργούν. Όμως αυτά τα σχέδια χωρίς εργαζόμενους, χωρίς συνδικαλιστικό κίνημα, είναι - στην καλύτερη περίπτωση - χαρτιά χωρίς κανένα νόημα. 

Ο 1264/82 περιλαμβάνει μια σειρά ρυθμίσεις για τις διαδικασίες των σωματείων που ήταν αιτήματα του εργατικού κινήματος για πολλά χρόνια και για τα οποία δόθηκαν σκληροί αγώνες.

Ταυτόχρονα όμως ενσωμάτωνε όλες αυτές τις πλευρές των εργατικών διεκδικήσεων σε ένα γενικότερο πλαίσιο χειραγώγησης του εργατικού κινήματος, που περιόριζε η και ακύρωνε τις όποιες θετικές ρυθμίσεις.

Το κράτος, η εργοδοσία και τα πολιτικά της κόμματα, αφού για δεκαετίες αξιοποιήσαν και εξέθρεψαν την απαξίωση του συνδικαλιστικού κινήματος με την οικοδόμηση μιας εργατικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας - τρόφιμου των κρατικών επιχορηγήσεων, των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των αποζημιώσεων για συμμετοχή στις διάφορες επιτροπές και τις διοικήσεις, τώρα χρησιμοποιούν αυτά τα φαινόμενα σαν δικαιολογία και αφορμή για το ξήλωμα της για να περάσουν συνολικά τα αντιδραστικά μέτρα και να τσακιστεί ο εργατικός συνδικαλισμός.

Ας δούμε εδώ μόνο ένα ζήτημα, αυτό του επικοινωνιακού δολώματος της κυβέρνησης, των συνδικαλιστικών αδειών, που αποτελούν όμως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όταν πρωτοεφαρμόστηκαν ντύθηκαν τον μανδύα της προστασίας των εκλεγμένων συνδικαλιστών, ζήτημα κορυφαίας σημασίας σε μια χώρα όπου το εργατικό κίνημα γνώρισε τον αυταρχισμό και την καταστολή.

Τελικά τις περισσότερες φορές κατέληξαν στην απόσπαση ενός στρώματος συνδικαλιστών από την εργασία τους και στην μετατροπή τους σε επαγγελματίες του συνδικαλισμού. Ουσιαστικά με την εκλογή σε ένα τριτοβάθμιο όργανο παύει αυτόματα κάθε εργασιακή δραστηριότητα, ο συνδικαλιστής αδειοδοτείται και πληρώνεται από το κράτος.

Στις Ομοσπονδίες αντίστοιχα οι πρόεδροι έχουν από 15 μέρες άδεια τον μήνα και πάνω (ανάλογα με τον αριθμό των εγγεγραμμένων μελών). Με αυτόν τον τρόπο, μέσα από τις εκλογές και επανεκλογές των συνδικαλιστικών παρατάξεων φτιάχτηκε ένα στρώμα συνδικαλιστών που έχει να δουλέψει χρόνια, ακόμα και δεκαετίες.
Οι συνέπειες για το κύρος του εργατικού κινήματος και την πραγματική σύνδεση με την τάξη ήταν καταστροφικές. Σε όλα αυτά βέβαια πρωτοστάτησαν  συνδικαλιστές των πάλαι ποτέ κομμάτων εξουσίας, των κομμάτων που σήμερα παριστάνουν τους φορείς της «εξυγίανσης».

Όμως και άλλες δυνάμεις, αποδέχτηκαν ουσιαστικά αυτό το πλαίσιο και προσπάθησαν για την «αξιοποίηση» του προς άλλες κατευθύνσεις, αν και υπήρξαν εξαιρέσεις και προσπάθειες σε μια άλλη κατεύθυνση. Το ίδιο βέβαια έγινε και για μια σειρά άλλες ρυθμίσεις.

Η σημερινή κατάσταση του εργατικού συνδικαλισμού δείχνει ότι αυτή η αντίληψη, παρά τις καλές προθέσεις και την τίμια αγωνιστική στάση, δεν κατάφερε να συμβάλει ουσιαστικά στην ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος. 

Είναι θλιβερό που τέτοια ζητήματα όπως το καθεστώς των συνδικαλιστικών αδειών μπαίνουν στο τραπέζι από την κυβέρνηση και χρησιμοποιούνται - άλλη μια φορά - για να συκοφαντηθούν οι εργαζόμενοι και να περάσει η διάλυση των σωματείων.

Γιατί είναι ένα ζήτημα που θα έπρεπε να είχε τεθεί χρόνια τώρα από το ίδιο το εργατικό κίνημα. Όχι για να καταργηθούν οι συνδικαλιστικές άδειες - όπως θέλει να κάνει τώρα η κυβέρνηση - αλλά για να αλλάξουν εντελώς χαρακτήρα και να εκφράζουν πραγματικές ανάγκες του εργατικού κινήματος.

Για να μην αποσπάνε τις διοικήσεις από την δουλειά (και άρα από την ζωή της τάξης). Για να προστατεύουν τους συνδικαλιστές στις κινητοποιήσεις και τις εξορμήσεις στους χώρους δουλειάς και όχι για να χρησιμοποιούνται για συνεδριακές εκδρομές με προγράμματα τις Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για να επεκταθούν - και αυτό είναι το πιο σημαντικό - σε όλα τα μέλη του σωματείου που θα συμμετέχουν σε κορυφαίες διαδικασίες του όπως οι γενικές συνελεύσεις και οι εκλογές. Και για να είναι η δυνατότητα αξιοποίησης τους θέμα του δημοκρατικού ελέγχου και συναπόφασης - και αν χρειαστεί και ανάκλησης - των ίδιων των εργαζομένων και των διαδικασιών του σωματείου. 

Το εργατικό κίνημα , στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, εάν θα υπάρξει ως τέτοιο, είναι καταδικασμένο σε μια νέα αρχή. Και αυτό προϋποθέτει όχι την απατηλή υπεράσπιση της προηγούμενης κατάστασης - που εξάλλου μας έφερε ως εδώ - αλλά την προσπάθεια να υπάρξει ένα εργατικό κίνημα, ανεξάρτητο από όλους τους μηχανισμούς που το διέφθειραν, βασισμένο στους εργαζόμενους και τα σωματεία τους, συγκροτημένο σε ταξική βάση, εργατικό κίνημα της αλληλεγγύης και του μαζικού αγώνα, της συλλογικότητας, των ανέργων συναδέλφων, των μεταναστών, που θα τοποθετείται, με αυτά τα κριτήρια, σε όλα τα ζητήματα και κυρίως θα αναμετρηθεί κριτικά και αυτοκριτικά και με τις δικές του αδυναμίες, που είναι αδυναμίες όλων μας.

Για να μπορέσει να εμπνεύσει τους συναδέλφους να συμμετέχουν και να δραστηριοποιηθούν στα σωματεία και να ενισχύσουν την ταξική τους βάση και κατεύθυνση. Μόνο έτσι θα αποκτήσει πραγματικό νόημα η συζήτηση και δράση για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού συνδικαλισμού. 

Ο Β. Ζέρβας είναι φαρμακουπάλληλος, μέλος της Tαξικής Ενότητας εργαζομένων στο φάρμακο και της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού "Μαρξιστική επιθεώρηση Praxis"

Πηγή:
Ταξική Ενότητα εργαζομένων φαρμακευτικών, ιατροτεχνολογικών & συναφών επαγγελμάτων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου